- Οικουμενικό Πατριαρχείο
- Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία.
Το Ο.Π. αποκαλείται συχνά και Οικουμενικός θρόνος, αν και με τον όρο αυτό υποδηλώνονται και τα όρια της εκκλησιαστικής διοικητικής περιφέρειάς του. Σε πολλά πατριαρχικά έγγραφα χρησιμοποιείται η φράση «ο αγιώτατος οικουμενικός και αποστολικός θρόνος». Ο όρος Οικουμενικός θρόνος αποτελεί πάντως αποκλειστική ονομασία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, που είναι το πρώτο ιεραρχικά της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι άλλοι πατριαρχικοί θρόνοι αναγνωρίζονται από την ονομασία της πόλης στην οποία βρίσκεται η έδρα τους.
Ο τίτλος του οικουμενικού πατριάρχη, αποδιδόταν άλλοτε και στους πάπες τη Ρώμης (universalis). Τελικά όμως αναφέρεται αποκλειστικά στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Όπως οι αυτοκράτορες στο Βυζάντιο ονομάζονταν δεσπόται της οικουμένης, έτσι και οι πατριάρχες της έδρας των αυτοκρατόρων ονομάζονταν Οικουμενικοί. Ήδη, στις αρχές του 6ου αι., ο πατριάρχης Ιωάννης ο Καππαδόκης (518-520) έφερε τον τίτλο του Οικουμενικού. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός εξάλλου, που θεωρούσε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κεφαλήν πασών των εκκλησιών, σε πολλά διατάγματα του και σε μερικές νεαρές αναφέρεται στον τίτλο Οικουμενικός με τον οποίο χαρακτηρίζει τους πατριάρχες Επιφάνιο (520-535), Άνθιμο (535-536) και Μηνά (536-552). Ο πατριάρχης Ιωάννης ο Νηστευτής, που συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη σύνοδο (588) για να δικάσει τον Αντιοχείας Γρηγόριο, τιτλοφορήθηκε Οικουμενικός. Για να υποδηλώσουν μάλιστα το γόητρο και το μεγαλείο του οικουμενικού πατριάρχη, πολλοί συγγραφείς μεταχειρίζονταν τις εκφράσεις αρχιερεύς μέγιστος, ο την του σύμπαντος κόσμου την επιστασίαν λαχών, κ.ά. Ο Ιωσήφ Βρυένιος αποκαλεί τον πατριάρχη ο μέγας της οικουμένης και άκρος αρχιερεύς. Οι οικουμενικοί πατριάρχες προσφωνούνται με το επίθετο Παναγιώτατος.
Ο ισχυρότερος μετά τη βασιλεία θεσμός της βυζαντινής αυτοκρατορίας και το κυριότερο πνευματικό και διοικητικό κέντρο των ορθοδόξων λαών της Ανατολής κατά την τουρκοκρατία, το Ο.Π. είναι στενά δεμένο με τις τύχες και την ιστορική πορεία του μεσαιωνικού και του νέου ελληνισμού. Ασήμαντη επισκοπή στην αρχή –που, κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον απόστολο Ανδρέα– το Βυζάντιο ανέβηκε κατακόρυφα στην εκκλησιαστική ιεραρχία ευθύς μετά την ανακήρυξη του σε πρωτεύουσα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους. Μέσα σε λίγες δεκαετίες ο επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως αναγνωρίζεται ως η κορυφαία εκκλησιαστική προσωπικότητα της Ανατολής με έκτακτα προνόμια, που επικυρώνονται από τη B’ Οικουμενική Σύνοδο (381) και επαυξάνονται από τη Δ’ (451). Η διοικητική και πνευματική του δικαιοδοσία εκτείνεται τώρα στη Θράκη, στη Μικρά Ασία και στον Πόντο, ενώ το ηθικό του κύρος ενισχύεται χάρη στις μεγάλες μορφές που ανεβαίνουν στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης: Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Ιωάννης Χρυσόστομος κ.ά. Από τον 6o αι. διαμορφώνεται οριστικά και ο τίτλος που φέρει έκτοτε: αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης, Νέας Ρώμης και οικουμενικός πατριάρχης, τίτλος που εκφράζει στην εκκλησιαστική σφαίρα το οικουμενικό ιδεώδες του Βυζαντίου ως κληρονόμου του ρωμαϊκού imperii universale. Οι ιστορικές περιστάσεις άλλωστε –ο μαρασμός των τριών άλλων ανατολικών πατριαρχείων μετά την αραβική εξάπλωση τον 7o αι., η προσάρτηση του ανατολικού Ιλλυρικού (δυτικής Βαλκανικής) στα δεδομένα της Κωνσταντινούπολης το 732– ευνόησαν την ανάδειξη του Ο. Π. σε κορυφαία εκκλησιαστική αρχή με δικαιοδοσία σε ολόκληρη τη χριστιανική Ανατολή και στην Κάτω Ιταλία ακόμα μετά την υπαγωγή της στο βυζαντινό κράτος. Στη ραγδαία αυτή επέκταση της εξουσίας της Κωνσταντινούπολης αντέδρασαν ήδη από τον 5o αι. οι πάπες της Ρώμης. Ο ανταγωνισμός που άρχισε τότε ανάμεσα στην παλαιά και στη νέα Ρώμη ήταν ένας από τους κυριότερους λόγους που οδήγησαν στη ρήξη των σχέσεων των δύο Εκκλησιών το 867 επί πατριάρχη Φώτιου και στο οριστικό σχίσμα του 1051 επί Μιχαήλ Κηρουλαρίου. Ο οικουμενικός πατριάρχης πάντως, αν και κορυφαίος στην εκκλησιαστική ιεραρχία της Ανατολής, δεν απέκτησε, ούτε φιλοδόξησε ποτέ να περιβληθεί την απεριόριστη σχεδόν δύναμη που είχε ο πάπας της Ρώμης στη Δύση. Η δομή της Ανατολικής Εκκλησίας έμεινε βασικά δημοκρατική. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο διοικούνταν ουσιαστικά από τη λεγόμενη ενδημούσα σύνοδο των αρχιερέων, της οποίας πρόεδρος μόνον ήταν ο πατριάρχης. Υπήρξε επίσης μια μεγάλη σειρά πατριαρχικών αξιωματούχων (οφικιαλίων) με διοικητικά και δικαστικά καθήκοντα. Στον περιορισμό της εξουσίας του πατριάρχη συνέβαλε και ο αυτοκράτορας, που δεν ήταν μόνο ο ανώτατος κοσμικός άρχοντας, αλλά και πρόσωπο με ιερατικό χαρακτήρα. Διατήρησε δηλαδή την ιδιότητα του pontifex maximus των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Έτσι το ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας ήταν θεωρητικά λυμένο στο Βυζάντιο και δεν προκάλεσε περιπλοκές και μακροχρόνιες συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο εξουσίες, όπως συνέβη στη Δύση. Στην πράξη όμως υπήρξαν πολλές περιπτώσεις προστριβών αλλά και ανοιχτής ρήξης ανάμεσα στον αυτοκράτορα και στον πατριάρχη. Αιτίες ήταν η ανεκτικότητα ή ακόμα η εύνοια που έδειξαν μερικοί αυτοκράτορες για ορισμένες αιρέσεις, ιδίως κατά τους πρώτους αιώνες, η υπέρμερτη ανάμειξη τους στα εκκλησιαστικά πράγματα, η ηθικά ανάρμοστη διαγωγή τους κλπ. Σοβαρές διαστάσεις πήρε η ρήξη μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας κατά την περίοδο των εικονομάχων αυτοκρατόρων, κατά τη διένεξη γύρω από τον τέταρτο γάμο του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού, κατά το αρσενιανό σχίσμα τον 13o αι., και κατά τους τελευταίους χρόνους της ζωής του Βυζαντίου εξαιτίας της φιλενωτικής εκκλησιαστικής πολιτικής των Παλαιολόγων αυτοκρατόρων.
Το πνευματικό και πολιτιστικό έργο που επιτέλεσε το Ο. Π. κατά τους βυζαντινούς χρόνους είναι πολύπλευρο. Ας υπομνησθεί μονάχα ο σημαντικότατος ρόλος του στον εξελληνισμό του κράτους κατά τους πρώτους αιώνες, η συμβολή του στη διατήρηση της ενότητας της αυτοκρατορίας, η δραστηριότητα του στον κοινωνικό τομέα με τη σύσταση και συντήρηση δικτύου ολόκληρου φιλανθρωπικών καταστημάτων, το ιεραποστολικό και εκπολιτιστικό του έργο ανάμεσα σε βάρβαρους μέχρι τότε λαούς (Αρμενίους, Ίβηρες, Βουλγάρους, Σλάβους κλπ.) και η συμβολή του στην ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών.
Σύμβολο του μεγαλείου του και κέντρο της ζωής του Ο.Π. καθόλη τη βυζαντινή περίοδο υπήρξε ο ιστορικός ναός της Αγίας Σοφίας, η Μεγάλη Εκκλησία. Μετά την Άλωση και τη μετατροπή του ναού αυτού σε τζαμί (σήμερα μουσείο), το πατριαρχείο μεταφέρθηκε για λίγους μήνες στον επίσης ιστορικό ναό των Αγίων Αποστόλων και από το 1455 έως το 1586 στον ναό της Παμμακάριστου. Από το 1601 το πατριαρχείο είναι εγκατεστημένο στον ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, όπου αργότερα συγκεντρώθηκε η κοινωνική και πνευματική αριστοκρατία του ελληνισμού. Οι αλλεπάλληλες αυτές μετακινήσεις της έδρας του πατριαρχείου δεν ήταν βέβαια οι μόνες εξωτερικές αλλαγές που προκάλεσε η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους: η απώλεια της περιουσίας του πατριαρχείου, η μετατροπή των ωραιότερων βυζαντινών ναών σε τζαμιά, η παράλυση της οικονομικής ζωής και η εξαφάνιση σχεδόν της αστικής τάξης, η πτώση της πνευματικής στάθμης μετά τη φυγή των τελευταίων βυζαντινών λογίων στη Δύση, τη διάλυση των σχολείων και τη διαρπαγή των βιβλιοθηκών, αλλοίωσαν ριζικά το ανθρώπινο περιβάλλον μέσα στο οποίο έπρεπε το πατριαρχείο να επιβιώσει και να επιτελέσει το έργο του. Σημαντικές επίσης επιπτώσεις στη ζωή του πατριαρχείου είχε και η δημογραφική κάμψη του ελληνικού στοιχείου και η αλλοίωση του πληθυσμού των ελληνικών χωρών γενικότερα και της Κωνσταντινούπολης ειδικότερα: είκοσι χρόνια μετά την Άλωση ο πληθυσμός της Πόλης –που άλλοτε ξεπερνούσε το εκατομμύριο– μόλις έφτανε τις εβδομήντα χιλιάδες. Σύντομα όμως με τους ομαδικούς εποικισμούς –υποχρεωτικούς ή αυτόβουλους– ο πληθυσμός αυξήθηκε σημαντικά. Γενικά από το 1600 έως τις αρχές του 20ού αι. ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης κυμαινόταν μεταξύ 700.000 και ενός εκατομμυρίου κατοίκων, από τους οποίους το ένα τρίτο περίπου ήταν Τούρκοι, ένα τρίτο Αρμένιοι και Εβραίοι και το άλλο τρίτο Έλληνες, που προέρχονταν κυρίως από την ανατολική Θράκη, τα νησιά του Αιγαίου, την Πελοπόννησο, τον Πόντο και την Καππαδοκία. Σημαντικές επίσης ήταν οι εσωτερικές αλλαγές που επήλθαν στη ζωή του πατριαρχείου μετά την Άλωση: στη δομή του, στη νομική του υπόσταση, στους τομείς της δικαιοδοσίας τους. Ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής, ακολουθώντας παμπάλαιη τακτική των μουσουλμάνων ηγετών έναντι των χριστιανικών πληθυσμών, αλλά και για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, αναγνώρισε το Ο. Π., διεύρυνε τις δικαιοδοσίες του πατριάρχη και του παραχώρησε τα λεγόμενα προνόμια: ελευθερία λατρείας, φορολογική απαλλαγή της Εκκλησίας και του κλήρου, δικαστική εξουσία και πολιτικής φύσης αρμοδιότητες. Το αντάλλαγμα δεν ήταν ασήμαντο: ο πατριάρχης ήταν υπεύθυνος απέναντι στον σουλτάνο για τη νομιμοφροσύνη των κάθε εθνικότητας ορθοδόξων ραγιάδων της αυτοκρατορίας, των οποίων ορίστηκε θρησκευτικός αρχηγός (μιλέτ μπασί). Πόσο ρευστό ήταν το περιεχόμενο των προνομίων αυτών και πόσο δύσκολο να βρεθεί ένα σημείο ισορροπίας και συνύπαρξης μιας αλλόθρησκης θεοκρατικής πολιτείας από τη μια πλευρά και μιας ανεκτής ηγεσίας των υποδούλων από την άλλη, φάνηκε ήδη από την περιπετειώδη θητεία του πρώτου μετά την Άλωση πατριάρχη, του Γεννάδιου Σχολάριου. Αργότερα τα πράγματα επιδεινώθηκαν: επεμβάσεις των τουρκικών αρχών στα εκκλησιαστικά ζητήματα, τρομοκρατικές ενέργειες, επιβολή δυσβάστακτης φορολογίας, απροσχημάτιστοι εκβιασμοί για την απομύζηση χρημάτων, κατασχέσεις ναών, εξορίες, φυλακίσεις, ακόμα και δολοφονίες ή θανατικές καταδίκες πατριαρχών και αρχιερέων παραδειγματισμόν. Όλα αυτά δημιούργησαν μια μόνιμη σχεδόν ζοφερή ατμόσφαιρα στο πατριαρχείο κι έκαναν το έργο του πατριάρχη εξαιρετικά δύσκολο. Γι’ αυτό κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας παρατηρούνται ασυνήθιστα συχνές αλλαγές πατριαρχών (13 πατριάρχες τον 14o αι., αλλά 27 τον 17o και 23 τον 18o) και όχι σπάνια η άνοδος στον πατριαρχικό θρόνο προσώπων ανάξιων, πρόθυμων να πλειοδοτήσουν στις απαιτήσεις του δυνάστη. Υπήρχαν ωστόσο και περίοδοι ηρεμίας, που επέτρεπαν στο πατριαρχείο όχι βέβαια να επανακτήσει το παλαιό του κύρος, αλλά πάντως να ανασυνταχθεί και να επιτελέσει, σε περιορισμένη έστω κλίμακα, το έργο του. Υπήρχαν επίσης και περιπτώσεις εξαιρετικά προικισμένων πατριαρχών (Ιερεμία B’, Κυρίλλου Λουκάρεως κ.ά.), που κατόρθωσαν να υπερνικήσουν τις αντίξοες περιστάσεις και να δημιουργήσουν σύντομα διαλείμματα ακμής και πυρήνες αναγέννησης. Σε όλους αυτούς, τους διαπρεπείς και τους μέτριους αλλά συνετούς πατριάρχες, οφείλεται η αποτροπή του άμεσου κινδύνου διάλυσης ή έσχατου ξεπεσμού του πατριαρχείου, ιδίως κατά τους δύο πρώτους κρίσιμους αιώνες της τουρκοκρατίας, όταν το πατριαρχείο ήταν το μοναδικό διοικητικό και πνευματικό κέντρο του υπόδουλου Γένους και η μόνη εστία συντήρησης της ελληνοβυζαντινής πνευματικής παράδοσης. Αργότερα, ιδίως μετά την ενεργή ανάμειξη των Ρώσων στα ζητήματα της Βαλκανικής, η οθωμανική αυτοκρατορία υποχρεώθηκε να εγγυηθεί με επίσημες συνθήκες τα προνόμια των χριστιανών υπηκόων της (συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774, Ιασίου το 1792, Χάττι Σερίφ το 1839, Χατ-ι-χουμαγιούν το 1856 κ.ά.). Στο μεταξύ –από τα μέσα του 17ου αι. και εξής– η οργάνωση του ελληνικού πληθυσμού της Πόλης και των άλλων αστικών κέντρων της Ανατολής σε επαγγελματικές συντεχνίες, η ανάπτυξη του θεσμού των αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων, ο πολλαπλασιασμός των σχολείων, η αναδιοργάνωση της Μεγάλης του Γένους Σχολής, που συντηρεί ένα μόνιμο πυρήνα λογίων, και προπάντων η ραγδαία οικονομική και κοινωνική άνοδος των Φαναριωτών εδραιώνουν το κύρος του πατριαρχείου και διευκολύνουν το έργο του. Από τα τέλη όμως του 18ου αι., όταν εντείνεται η κίνηση για την πνευματική και τελικά την πολιτική αναγέννηση του έθνους, το πατριαρχείο βρίσκεται και πάλι σε δύσκολη θέση: δεν πρέπει να έρθει σε αντίθεση με τα αισθήματα και τους πόθους του έθνους, αλλά και δεν μπορεί να παρασπονδήσει απέναντι στην Υψηλή Πύλη που υποπτεύεται και αγρυπνεί. Ακολουθεί τότε το πατριαρχείο μια μέση οδό, που αποδείχτηκε όμως ατελέσφορη: αμέσως μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης και παρά την αποκήρυξη των επαναστατών από τον Γρηγόριο E’, αιματηροί διωγμοί ξέσπασαν εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Από τα πρώτα θύματα ο ίδιος ο πατριάρχης και δεκάδες συνοδικοί αρχιερείς. Κατά τις επόμενες δεκαετίες του 19ου αι. η εδαφική έκταση της δικαιοδοσίας του πατριαρχείου περιορίζεται σημαντικά εξαιτίας της δημιουργίας των νέων εθνικών κρατών της Βαλκανικής και της χειραφέτησης των αντίστοιχων εθνικών Εκκλησιών από το Φανάρι. Το παράδειγμα έδωσε η Εκκλησία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους με την ανακήρυξη της σε αυτοκέφαλη, γεγονός που δυσαρέστησε αρχικά το πατριαρχείο, το οποίο όμως αργότερα (1850) όχι μόνο δέχτηκε το γεγονός σαν τετελεσμένο, αλλά άρχιζε να συντονίζει την πολιτική του ολοένα και περισσότερο με τις επιδιώξεις του ελληνικού εθνισμού. Πλαισιωμένο από τη ζωηρή ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης που αριθμεί πάνω από 350.000 μέλη και που έχει την πρωτοβουλία σε όλους τους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Τουρκίας, το Φανάρι γίνεται ένα από τα ζωηρότερα κέντρα του ελληνικού εθνικού βίου και μια από τις κυριότερες εστίες που υποθάλπουν την πολιτική της Μεγάλης Ιδέας: συντονίζει τις προσπάθειες, προστατεύει τα συμφέροντα και ενισχύει το εθνικό φρόνημα του αλύτρωτου ελληνισμού με πολυάριθμα σχολεία, κοινωφελή ιδρύματα, συλλόγους, εφημερίδες κλπ., ασκεί αποτελεσματική πίεση στις κυβερνήσεις του σουλτάνου και των Νεοτούρκων αργότερα και διαπραγματεύεται με τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων.
Ο οργασμός αυτός σβήνει ξαφνικά και άδοξα με τη μικρασιατική καταστροφή του 1922. Το σύνταγμα της τουρκικής δημοκρατίας που εγκαθίδρυσε ο Κεμάλ Ατατούρκ (1923) και η συνθήκη της Λοζάνης (1923) αναγνώρισαν τον οικουμενικό πατριάρχη ως θρησκευτικό αρχηγό των ορθοδόξων της Τουρκίας, αλλά κατάργησαν τα παλαιά προνόμια και όλες τις άλλες εξουσίες που είχε μέχρι τότε. Σήμερα στην άμεση δικαιοδοσία του πατριαρχείου, που διοικείται από δωδεκαμελή σύνοδο αρχιερέων με πρόεδρο τον πατριάρχη, υπάγονται κυρίως οι Έλληνες της περιφερείας της Κωνσταντινούπολης και των νησιών Ίμβρου και Τενέδου, οι οποίοι εξαιρέθηκαν κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Στενότερη ή χαλαρότερη εξάρτηση από το Ο.Π. έχουν επίσης οι ορθόδοξες αρχιεπισκοπές Αμερικής και Αυστραλίας, οι τέσσερις ευρωπαϊκές μητροπόλεις (θυατείρων στο Λονδίνο, Γαλλίας, Γερμανίας και Αυστρίας), το Άγιο Όρος, η μονή της Πάτμου, η Εκκλησία της Κρήτης και οι μητροπόλεις της Δωδεκανήσου. Παρά τις δυσμενείς περιστάσεις, που επιδεινώθηκαν μετά τις βίαιες ανθελληνικές εκδηλώσεις του Σεπτεμβρίου 1955, το Ο. Π. έχει αυξήσει σήμερα σημαντικά το κύρος του χάρη στις πρωτοβουλίες που ανάλαβε στα πλαίσια της λεγομένης οικουμενικής κίνησης για την προσέγγιση των Εκκλησιών. Στις αρχές της δεκαετίας 1990-2000 το πατριαρχείο πρωτοστάτησε επίσης στην ανάπτυξη των σχέσεων των ορθοδόξων εκκλησιών (μετά τις αλλαγές στην πρώην Σοβιετική Ένωση και Ανατολική Ευρώπη) και την καταπολέμηση της Ουννίας. Τα τελευταία χρόνια ο οικουμενικός πατριάρχης ανέπτυξε δράση σε κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς χώρους, διοργάνωσε συνέδρια με αυτά τα θέματα. Ακόμα επισκέφθηκε όλες τις εκκλησίες του πατριαρχείου με σκοπό τη δραστηριοποίηση τους.
Σύνοδοι Κωνσταντινουπόλεως. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας του Ρωμαϊκού κράτους από τη Ρώμη στην Kωνσταντινούπολη, η πόλη έγινε με την πάροδο του χρόνου κέντρο δραστηριότητας των χριστιανικών Εκκλησιών της Ανατολής και για τη λήψη αποφάσεων συγκλήθηκαν πολλές σύνοδοι:
1. A’ (381). Πήραν μέρος 150 επίσκοποι. Επικύρωσαν και συμπλήρωσαν το σύμβολο της Νίκαιας. Η σύνοδος καταδίκασε επίσης διάφορες αιρέσεις και τακτοποίησε διοικητικά ζητήματα. Η σύνοδος αυτή, αναφέρεται στις Οικουμενικές Συνόδους ως B’ Οικουμενική.
2. B’ (382). Ασχολήθηκε με την ενότητα της Εκκλησίας, και πήρε θέση εναντίον των αιρετικών διδασκαλιών, κυρίως των Αρειανών.
3. Γ’ (401). Στη σύνοδο αυτή, 65 επίσκοποι δίκασαν το Θεόφιλο της Αλεξάνδρειας.
4. Δ’ (403-404). Η σύνοδος αυτή συγκλήθηκε με εντολή του αυτοκράτορα Αρκαδίου και καταδίκασε τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο σε καθαίρεση και εξορία.
5. E’ (536). Στη σύνοδο αυτή, που συγκλήθηκε επί Ιουστινιανού A’, πήραν μέρος ο πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Μηνάς και ο πάπας Ρώμης Αγαπητός. Καταδίκασαν τους μονοφυσίτες Σευήρο της Αντιόχειας και Πέτρο της Απάμειας καθώς και τον πατριάρχη της
Κωνσταντινούπολης Άνθιμο που είχε καθαιρεθεί και τον μοναχό Ζωόρα.
6. Στην E’ Οικουμενική (553). Συγκλήθηκε επί Ιουστινιανού A’ ως E’ Οικουμενική Σύνοδος. Πήραν μέρος ο πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Ευτύχιος, ο πατριάρχης της Αλεξάνδρειας Απολλινάριος και της Αντιόχειας Δομνίνος. Η σύνοδος καταδίκασε τους υποστηρικτές του Νεστόριου και του Ωριγένη.
7. (588). Αθώωσε τον πατριάρχη Αντιοχείας Γρηγόριο που είχε άδικα κατηγορηθεί.
8. H’ ή ΣΤ’ Οικουμενική (680-681). Συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ’ τον Πωγωνάτο και τον πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Γεώργιο. Η σύνοδος καταδίκασε αιρέσεις, διατύπωσε δόγματα και επικύρωσε τα πρεσβεία της εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης.
9. Θ’ (691-692). Στη σύνοδο αυτή πήραν μέρος αντιπρόσωποι του πάπα και πολλοί επίσκοποι, οι οποίοι όρισαν κανόνες που ρύθμιζαν τον εκκλησιαστικό βίο.
10. Ι’ (861). Συγκροτήθηκε στα χρόνια του Μεγάλου Φωτίου. Στη σύνοδο πήραν μέρος 318 Έλληνες επίσκοποι και δύο επίσκοποι που αντιπροσώπευσαν τον πάπα της Ρώμης Νικόλαο A’. H σύνοδος ενέκρινε την εκλογή του πατριάρχη Φωτίου.
11. IA’ (867). Η σύνοδος καταδίκασε τον πάπα Νικόλαο B’ επειδή δεν αναγνώρισε την εκλογή του Φωτίου.
12. IB’ (869). Τη σύνοδο αυτή συγκάλεσε στη Ρώμη ο πάπας Αδριανός B’, και, αφού έκαψε τα πρακτικά της προηγούμενης καταδίκασε τον Φώτιο και ζήτησε από την Κωνσταντινούπολη σύγκληση νέας συνόδου. Πραγματικά συγκλήθηκε τότε νέα σύνοδος, στην οποία πήραν μέρος 100 επίσκοποι. Τα πρωτότυπα πρακτικά των συνεδριάσεων της δεν διασώθηκαν γιατί τα άρπαξαν, όπως λέγεται ληστές, διασώθηκαν όμως στη λατινική τους μετάφραση και σε ελληνική περίληψη. Τα δύο ωστόσο κείμενα παρουσιάζουν πολλές διαφορές.
13. ΙΓ’ ή H’ Οικουμενική (879-880). Η σύνοδος αυτή συγκροτήθηκε για να αποκαταστήσει το Φώτιο και να καταδικάσει τους αντιπάλους του.
14. ΙΔ’ (1054). Συγκλήθηκε από τον πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο. Η σύνοδος αφόρισε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και την απόφασή της αποδέχτηκαν οι Ορθόδοξοι πατριάρχες της Ανατολής.
Αργότερα, πολλές αποφάσεις της αναθεωρήθηκαν συνολικά ή μερικά.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έπαιζε αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της βυζαντινής θρησκευτικής τέχνης. Με την καθοδήγησή του, στο 14o αι., η μικρογραφία δίνει ιδιαίτερη σημασία στα χριστιανικά αρχιτεκτονήματα, όπως σ’ αυτό το έργο σε χειρόγραφο της Βοδλειανής βιβλιοθήκης της Οξφόρδης.
Στον 11 αι., αγιογράφοι με την καθοδήγηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου φιλοτεχνούν ψαλτήρια για χρήση των ευγενών. Μια σελίδα ψαλτήριου του τύπου αυτού είναι και αυτό της Μονής του Παντοκράτορα, που εικονίζει τους «τρεις παίδας εν τη καμίνω».
Ιδιαίτερη σημασία δίνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην απεικόνιση των Ευαγγελιστών. Στο χειρόγραφο αυτό, του 10ου αι., που φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αθήνας (αριθμός 56) η σχεδόν σωστή προοπτική των επίπλων, οι φωτοσκιάσεις του ειληταρούν ελληνιστικές επιδράσεις. Επιδράσεις του είδους βρίσκουμε άλλωστε, σε πολλά ζωγραφικά βυζαντινά έργα, κυρίως του 10ου και 11ου αι.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο Φανάρι (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.